- παλαιοφρων
- παλαιόφρωνπᾰλαιό-φρων2, gen. ονος1) обладающий древней мудростью
(Ζεύς Aesch.)
2) умудренный опытом Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ζεύς Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παλαιόφρων — παλαιόφρων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] … Dictionary of Greek
παλαιόφρων — with the wisdom of age masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιόφρονα — παλαιόφρων with the wisdom of age masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek